Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Ανθρώπινη Κούκλα

Έχεις νιώσει ποτέ μόνος όταν περιτριγυρίζεσαι από κόσμο?
Έχεις θελήσει ποτέ να πεις σε κάποιον τι νοιώθεις και αυτός ο κόσμος να βρίσκεται στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου και να μην απαντά?
Έχεις ποτέ νιώσει να ουρλιάζει κάθε μόριο του σώματος σου και εσύ από τον πόνο και εσύ να κάθεσαι βουβός?
Έχεις ποτέ θελήσει να εκδικηθείς κάποιον για το κακό που σου έκανε και να το θέλεις τόσο πολύ που τελικά να μην επιδιώκεις την καταστροφή του?
Έχεις σκεφτεί ποτέ να μην έχεις αισθήματα και συναισθήματα?
Εγώ το έχω σκεφτεί
Έχω σκεφτεί το κενό που θα νιώσω
Έχω σκεφτεί ότι θα έχει φύγει ο πόνος
Έχω σκεφτεί ότι θα έχει φύγει ο φόβος
Έχω σκεφτεί ότι θα έχει φύγει  η ευτυχία
Έχω σκεφτεί ότι θα έχει φύγει  η αγάπη
Απλά θα έχει μείνει μια άδεια ανθρώπινη κούκλα
Μια κούκλα που δεν θα έχει μνήμη για να θυμηθεί τι έχασε
Μια κούκλα που τα θολά της μάτια θα κοιτάνε το έδαφος που θα είναι ακουμπισμένη
Μια κούκλα που δεν θα ξέρει τι θα γίνει μετά
Μια κούκλα που δεν θα ξέρει αν θα την σηκώσουν από το έδαφος
Μια κούκλα που απλά θα υπάρχει.




Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Μια γλυκόπικρη αλήθεια


Η πιο γλυκιά σκέψη και
Ο πιο φριχτός πόνος
Ο πιο μεγάλος καημός και
Η πιο μεγάλη ελπίδα
Το πιο θλιμμένο τέλος και
Ο πιο γαλήνιος θάνατος
Έτσι ήταν πάντα
Έτσι ήταν τώρα
Η αιωνιότητα παίρνει τα συναισθήματα και τα μεταβιβάζει από άνθρωπο σε άνθρωπο χωρίς τελειωμό
Η ιστορία επαναλαμβάνεται
Οι ερωτευμένοι άνθρωποι βρίσκουν το άλλο τους μισό και φοβούνται να μην το χάσουν
Γιατί ξέρουν ότι χωρίς αυτό δεν θα είναι ευτυχισμένοι
Γιατί οι ερωτευμένοι άνθρωποι θα νιώθουν κενοί.

Σκέψεις


Η βροχή έπεφτε ορμητικά στο τζάμι διαταράσσοντας την σιωπή του δωματίου
Εκείνη καθόταν σε μια απαρχαιωμένη πολυθρόνα και διάβαζε χωρίς να δίνει σημασία τι συνέβαινε στον έξω κόσμο
Άλλωστε δεν την ενδιάφερε
Κάποτε είχε νόημα
Τώρα όμως όχι
Το μόνο που ήθελε ήταν να διαβάζει τα βιβλία που πριν καιρό είχε συλλέξει και ποτέ δεν προλάβαινε να διαβάσει
Τα βιβλία που ήταν η σωτηρία της
Η ανάσταση της
Ο κόσμος της
Μια νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιο σέρνοντας ένα μεταλλικό καροτσάκι
Άφησε ένα πιάτο στο γωνιακό τραπεζάκι
Έπειτα την πλησίασε
Εκείνη έκλεισε το βιβλίο της σφίγγοντας το γερά μέσα στην αγκαλιά της
Η νοσοκόμα την σήκωσε σαν να ήταν πούπουλο και την μετέφερε στο κρεβάτι
Την σκέπασε εκείνη ξανά άνοιξε το βιβλίο της για να συνεχίσει το διάβασμα
Μετά έφυγε
Όμως οι σκέψεις της την καταδίωκαν
Τι θα έκανε αυτή η κοπέλα;
Μετά το πρόσφατο δυστύχημα είχε χάσει όλους τους συγγενείς και πολύ περισσότερο τον εαυτό της
Η κοπέλα ήταν πρώην αθλήτρια του στίβου και τώρα είχε χάσει για πάντα τα πόδια της
Τώρα είχε κλιστεί στον εαυτό της
Δεν μίλαγε σχεδόν καθόλου
Απλά ζητούσε τα απαραίτητα και της ήταν αρκετό
Ήταν σαν ένα φάντασμα
Όμως ήξερε ότι αυτό το φάντασμα λάτρευε την ταχύτητα
Την δική του ταχύτητα
Αυτή που προκαλούσε με το σώμα του
Αυτή που του έδινε ζωή
Τι θα γινόταν τώρα;
Κανείς δεν ήξερε
Μόνος ο χρόνος θα έδειχνε
Αυτός και μόνο αυτός θα έκανε το κορίτσι να ξυπνήσει ή να χαθεί για πάντα στην λήθη
Στην λήθη που όλοι αργά ή γρήγορα χάνονταν σε αυτό το νοσοκομείο
Στην λήθη που καταστρέφει τα πάντα στον διάβα της
Χωρίς να νοιάζεται γι’αυτούς που παρασέρνει μαζί της
Ζωντανοί ή νεκροί
Αρκεί να έχει κάτι να καταστρέφει
Γιατί αυτή είναι η δουλειά της λήθης
Σωστά;
Οι σκέψεις τις σταματήσανε όταν άνοιξε την επόμενη πόρτα
Μια ακόμα ιστορία περίμενε να την υποδεχτεί και να αρχίσει να απασχολεί πάλι το μυαλό της πριν ξανά φτάσει στην επόμενη πόρτα…

























Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Φως

Πρώτη φορά δεν ήταν μόνη
Μετά από καιρό
Συνήθως είχε ανθρώπους κοντά  της και τόσα μίλια μακριά της
Τώρα τα πράγματα είχε αλλάξει
Η απόσταση μετριαζόταν
Οι άνθρωποι πλησίαζαν ξανά
Σαν να είχε μια αρρώστια που την βλέπανε μόνο οι άλλοι και τώρα απλά ανάρρωνε
Τώρα την πλησιάζανε
Γιατί η καραντίνα είχε τελειώσει
Τα πάντα ήταν ξανά φωτεινά
Φως
Το ξεχασμένο συναίσθημα που υπήρχε μέσα της είχε επιστρέψει μετά από πολύ καιρό
Φως
Επιτέλους, το εφτάκτινο αστέρι ξαναζωντάνεψε μέσα της


Αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά του φωτός που είναι φίλοι μου και ανέχοντε μια σελιδά που είναι μέσα στο σκοτάδι...Σας αγαπώ παιδιά!!!! :-DDD

Το χωμάτινο τσιγάρο

Βρέθηκα σε ένα σπίτι
Σε μια μεγάλη σάλα
Σε μια σάλα με κόσμο
Όλοι γελάγανε
Όλοι διασκεδάζανε
Είχα τα γενέθλια
Κι όμως εγώ ένιωθα κενή
Άδεια
Το έβλεπα
Το χαμόγελο τους
Το χαμόγελο τους δεν έφτανε στις άκρες των ματιών τους
Δεν ένοιωθαν πραγματική χαρά
Γελάγανε τυπικά
Για λόγους ευγένειας
Αυτό που απεχθανόμουνα
Αυτό που σιχαινόμουνα
Έτσι άρχισα να τρέχω
Να τρέχω για να ελευθερωθώ
Έψαχνα να βρω την έξοδο
Την έξοδο που με οδηγούσε στην προσωπική μου ελευθερία
Ήξερα ότι στα μάτια των άλλων φαινόμουνα τρελή
Ένα κορίτσι έντρομο που να διώχνει το πλήθος που στέκετε εμπόδιο στο πέρασμα της.
Έξοδος…Έξοδος…
Η λέξη που κατατρέχει το μυαλό μου
Πόρτα
Βρήκα μια πόρτα
Ελευθερία
Σπρώχνω την πόρτα
Σταματάω
Κοιτάζω ψηλά
Ουρανός
Σκοτεινός ουρανός, είχε βραδιάσει
Βρισκόμουν σε ένα μπαλκόνι που ήταν περιτριγυρισμένο από λουλούδια
Το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε ένα αγόρι που καθόταν στην γωνία
Πρέπει να είχε την ίδια ηλικία με εμένα
Κάπνιζε
Μάλλον γι’ αυτό δεν τον είχα δει στην αίθουσα
Παρόλαυτα δεν τον ξάφνιασε η ξαφνική προέλευση μου
Αντίθετα
Ήταν σαν να με περίμενε
Πέταξε το τσιγάρο και με πλησίασε
Νόμιζα ότι θα με απωθούσε η μυρωδιά του τσιγάρου
Έκανα λάθος
Υπήρχε κάτι που είχε αναμειχθεί με την μυρωδιά του και έτσι ήταν σχεδόν ανύπαρκτο
Δεν ξέρω πως, αλλά έτσι απλά, αρχίσαμε να μιλάμε
Να μιλάμε για διάφορα θέματα
Όσο πέρναγε η ώρα τόσο πιο χαρά αισθανόμουνα
Την χαρά και την απόλαυση μιας ολοκληρωμένης συζήτησης
Άναψε και άλλο ένα τσιγάρο αλλά του έπεσε και έκαψε τον καρπό μου
Δεν με ενόχλησε ιδιαίτερα
Το άκουσμα του ονόματος μου με έκανε να καταλάβω ότι κάποιος με χρειαζότανε στην σάλα
Τον χαιρέτισα και πήγα να φύγω
Τότε θυμήθηκα ότι δεν ήξερα το όνομα του
Ξαναγύρισα να τον ρωτήσω
Είχε φύγει
Το μόνο που μαρτυρούσε ότι ήταν κάποτε εκεί, ήταν η μυρωδιά του τσιγάρου που πλανιόταν στον αέρα
Όταν τελείωσε η εκδήλωση
Βρήκα τον γηραιότερο υπάλληλο και του είπα για το αγόρι
Εκείνος μου είπε μια ιστορία
Όταν κάποτε ζούσε μια άλλη οικογένεια σε αυτό το σπίτι,
Το κορίτσι της οικογένειας είχε τα γενέθλια του
Όμως δεν ήθελε να καλέσει κόσμο
Οι γονείς της, την παράκουσαν και κάλεσαν όσο πιο πολύ κόσμο μπορούσαν
Την ημέρα της συγκέντρωσης και καθώς κατέβαινε από την σκάλα αισθάνθηκε ένα κόμπο στην καρδιά της
Δεν άντεχε να βλέπει την υποτιθέμενη χαρά που διακατείχε τον κόσμο
Άρχισε να τρέχει μακριά από την σάλα μέχρι που βρήκε μια πόρτα που οδηγούσε σε ένα μπαλκόνι
Εκεί είδε ένα αγόρι που κάπνιζε
Άρχισε να του μιλάει
Δεν την πείραξε που της ήταν άγνωστος
Ξαφνικά ακούστηκε ένας πυροβολισμός
Η σφαίρα είχε πετύχει το αγόρι κατάστηθα
Το τσιγάρο έπεσε από το χέρι του και έπεσε πάνω στον καρπό της κοπέλας και την έκαψε
Η κοπέλα σοκαρισμένη είχε σταθεί ακίνητη
Ο πόνος στο χέρι της δεν την ένοιαζε
Απλά στεκόταν εκεί μαρμαρωμένη
Μετά από λίγο ακούστηκε ένας δεύτερος πυροβολισμός
Χτύπησε την κοπέλα
Έτσι βρεθήκανε και οι δύο νεκροί στο πάτωμα
Κανένας ποτέ δεν έμαθε γιατί τους σκότωσαν
Όμως κάθε φορά που κάποιο κορίτσι κάνει κάποια εκδήλωση σε αυτό το σπίτι
Το αγόρι ξαναεμφανίζεται και κρατά συντροφιά σε όποιον τον έχει ανάγκη
Με τα τελευταία λόγια του υπαλλήλου, κατάλαβα τι ήταν η μυρωδιά μαζί με το τσιγάρο
Ήταν χώμα
Η μυρωδιά του χώματος είχε επικαλύψει το τσιγάρο
Ένα αεράκι φύσηξε
Φέρνοντας μου
Την μυρωδιά
Από το φρέσκο τσιγάρο

  











Τα λουλούδια του Χειμώνα

Άκουγε το όνομα της

Το δάσος την καλούσε

Την καλούσε κοντά του

Τα βήματα της την οδηγούσαν στην πόρτα του

Στην πόρτα που την ταξίδευε στις αναμνήσεις

Στις αναμνήσεις που την έκανε να νιώθει χαρά και άλλοτε θλίψη

Για λίγο κοίταξε προς τον ουρανό

Είχε σκοτεινιάσει και ας ήταν πρωί
Ήταν σίγουρη ότι θα ξέσπαγε καταιγίδα
Δεν την ένοιαξε
Προχώρησε μέσα στο δάσος
Ο αργός βηματισμός της μετατράπηκε σε ένα άγριο τρέξιμο
Ένα τρέξιμο για επιβίωση
Έπρεπε να φτάσει στην καρδιά του δάσους
Στο λιβάδι
Στο λιβάδι πριν να είναι αργά
Έπρεπε να τους χαιρετίσει προτού φύγουν
Πριν φύγουν για πάντα
Πριν τα πνεύματα τους φτάσουν στην Χώρα των Νεκρών
Έτρεχε με όλη της την δύναμη για να φτάσει
Τρέχει
Πέφτει
Σηκώνεται
Φτάνει
Φτάνει στο λιβάδι που ήταν γεμάτο από λουλούδια ακόμα και τώρα που ήταν Χειμώνας
Τα λουλούδια του Χειμώνα
Τα λουλούδια που είχαν φυτρώσει γύρω από τους τάφους και έκαναν συντροφιά σε αυτούς που είχαν φύγει
Προχώρησε ψάχνοντας με το βλέμμα της τα μνήματα
Δεν έπρεπε να τους βρει εκεί
Δεν έπρεπε να έχει αργήσει
Δεν ήθελε να έχει αργήσει
Λάθος
Είχε κάνει λάθος
Πίσω-πίσω βρισκόντουσαν τα ονόματα τους πάνω στα μνήματα
Δεν πρόλαβε
Δεν πρόλαβε να τους θρηνήσει
Δεν πρόλαβε να τους πει αντίο
Τα γόνατα της λύγισε και έπεσε κάτω
Δεν δάκρυσε
Ποτέ της δεν είχε δακρύσει
Νόμιζε αν φεύγανε αυτό θα την έκανε να δακρύσει και έτσι θα τους αποχαιρετούσε
Άρχισε να τραγουδά
Να τραγουδά νοιώθοντας τον λαιμό της στεγνό
Νιώθοντας θλίψη
Νιώθοντας πόνο
Έκλεισε τα μάτια και φαντάστηκε ότι την ακούγανε
Ξαφνικά ντράπηκε
Αυτό θα ένοιωθε αν ήταν εκείνοι εδώ και ας ήξερε ότι τους άρεσε να την ακούνε
Να την ακούνε να μιλάει από την καρδιά της
Από την ψυχή της
Όμως οι φίλοι της είχαν φύγει
Είχαν πεθάνει
Ο αέρας φύσηξε
Μερικά από τα λουλούδια του Χειμώνα άνθιζαν εκείνη τη στιγμή
 

  
















Ξανά,ξανά της Rainer Maria Rilke

Ξανά,ξανά κι ας ξέρουμε την φύση της αγάπης,
Και τον μικρό περίβολο της εκκλησίας,
Με τα ονόματα που θρηνούν ,
Το τρομερό της αποσιώπησης φαράγγι,
Όπου οι άλλοι καταλήγουν:
Ξανά,ξανά δυο-δυο θα πάρουμε τον δρόμο,
Κάτω από τα δέντρα γέρικα,
Μες στα άνθη,
Θα πλαγιάσουμε ξανά,
Απέναντι στα ουράνια