Η βροχή έπεφτε ορμητικά στο τζάμι διαταράσσοντας την σιωπή του δωματίου
Εκείνη καθόταν σε μια απαρχαιωμένη πολυθρόνα και διάβαζε χωρίς να δίνει σημασία τι συνέβαινε στον έξω κόσμο
Άλλωστε δεν την ενδιάφερε
Κάποτε είχε νόημα
Τώρα όμως όχι
Το μόνο που ήθελε ήταν να διαβάζει τα βιβλία που πριν καιρό είχε συλλέξει και ποτέ δεν προλάβαινε να διαβάσει
Τα βιβλία που ήταν η σωτηρία της
Η ανάσταση της
Ο κόσμος της
Μια νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιο σέρνοντας ένα μεταλλικό καροτσάκι
Άφησε ένα πιάτο στο γωνιακό τραπεζάκι
Έπειτα την πλησίασε
Εκείνη έκλεισε το βιβλίο της σφίγγοντας το γερά μέσα στην αγκαλιά της
Η νοσοκόμα την σήκωσε σαν να ήταν πούπουλο και την μετέφερε στο κρεβάτι
Την σκέπασε εκείνη ξανά άνοιξε το βιβλίο της για να συνεχίσει το διάβασμα
Μετά έφυγε
Όμως οι σκέψεις της την καταδίωκαν
Τι θα έκανε αυτή η κοπέλα;
Μετά το πρόσφατο δυστύχημα είχε χάσει όλους τους συγγενείς και πολύ περισσότερο τον εαυτό της
Η κοπέλα ήταν πρώην αθλήτρια του στίβου και τώρα είχε χάσει για πάντα τα πόδια της
Τώρα είχε κλιστεί στον εαυτό της
Δεν μίλαγε σχεδόν καθόλου
Απλά ζητούσε τα απαραίτητα και της ήταν αρκετό
Ήταν σαν ένα φάντασμα
Όμως ήξερε ότι αυτό το φάντασμα λάτρευε την ταχύτητα
Την δική του ταχύτητα
Αυτή που προκαλούσε με το σώμα του
Αυτή που του έδινε ζωή
Τι θα γινόταν τώρα;
Κανείς δεν ήξερε
Μόνος ο χρόνος θα έδειχνε
Αυτός και μόνο αυτός θα έκανε το κορίτσι να ξυπνήσει ή να χαθεί για πάντα στην λήθη
Στην λήθη που όλοι αργά ή γρήγορα χάνονταν σε αυτό το νοσοκομείο
Στην λήθη που καταστρέφει τα πάντα στον διάβα της
Χωρίς να νοιάζεται γι’αυτούς που παρασέρνει μαζί της
Ζωντανοί ή νεκροί
Αρκεί να έχει κάτι να καταστρέφει
Γιατί αυτή είναι η δουλειά της λήθης
Σωστά;
Οι σκέψεις τις σταματήσανε όταν άνοιξε την επόμενη πόρτα
Μια ακόμα ιστορία περίμενε να την υποδεχτεί και να αρχίσει να απασχολεί πάλι το μυαλό της πριν ξανά φτάσει στην επόμενη πόρτα…